- παραταγάς
- παραταγά̱ς , παραταγήorder for paymentfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραταγή — ἡ, ΜΑ [παρατάσσω] μσν. παράταξη, γραμμή μάχης («παραταγὰς καὶ συνασπισμοὺς τῶν πολεμίων», Δούκ.) αρχ. διαταγή για πληρωμή, εντολή πληρωμής, επιταγή … Dictionary of Greek